- ὤμοθριξ
- ὤμο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A fierce-crested, χέλυδρος (of Antenor) Lyc. 340.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, ἄγρια τρίχα («χέλυδρος πυρσὸν ὠμόθριξ βαρὺν... φλέξας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek